- πυρείων
- πυρεί̱ων , πυρεῖονfiresticksneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Диокл (математик) — У этого термина существуют и другие значения, см. Диокл. Диокл (Διοκλῆς, ок. 240 до н. э. – ок. 180 до н. э.) греческий математик. О его жизни известно лишь то, что он был современником Аполлония Пергского. Отрывки из работы Диокла «О… … Википедия
PYREUM — Graece Πυρεῖον, quid apud Persas, vide supra voce Pyratheia. Communiter ignitabulum. Diodor. Sic. de Prometheo, Τῶν πυρείων ἑυρετὴς, ἐξ ὧν πῦρ ἐκκαίεται, lgnitabulorum inventor, quibus ignis excitatur. Cum ignem e silice primus elicuerit Pyrodes… … Hofmann J. Lexicon universale
πυρείο — το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α νεοελλ. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο μσν. αρχ. 1. (στον… … Dictionary of Greek
πυρειοπώλης — ο, Ν πωλητής πυρείων, σπίρτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρείο «σπίρτο» + πώλης (< πωλῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π. Ι. Φέρμπο] … Dictionary of Greek
κισσοειδής καμπύλη — Καμπύλη του επιπέδου γνωστή στην αρχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Ευτόκιος στο βιβλίο του Περί Πυρείων, η κ.κ. οφείλεται στον Διοκλή (περ. 180 π.Χ.), γι’ αυτό και είναι γνωστή με την ονομασία κισσοειδής του Διοκλέους. Η κ.κ. χρησιμοποιήθηκε από τον… … Dictionary of Greek